μοναλλαγία

μοναλλαγία
μοναλλαγία και μονολλαγία, ἡ (Μ) [μονάλλαγος]
το να έχει κάποιος και να φορά διαρκώς μία και μόνο φορεσιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”